- προσσκάπτω
- Ασυσσωρεύω χώμα γύρω από κάτι σκάβοντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτισκάπτω — Α (δωρ. τ.) προσσκάπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος του πρός + σκάπτω] … Dictionary of Greek
πρόσσκαψις — άψεως, ἡ, Α [προσσκάπτω] σκάψιμο και συσσώρευση χώματος γύρω από κάτι … Dictionary of Greek